- γλυκοκοίταγμα
- τοκοίταγμα με τρυφερότητα, συμπάθεια ή ερωτική διάθεση: Το γλυκοκοίταγμά της του θόλωσε το μυαλό.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
γλυκοκοίταγμα — και κοίταμα και κύτταγμα, το η τρυφερή ή ερωτική ματιά … Dictionary of Greek
γλυκανάβλεμμα — το γλυκιά ματιά, γλυκοκοίταγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γλυκύς + ανάβλεμμα. Η λ. μαρτυρείται το 1895 από τον Ι. Γρυπάρη στην εφημερίδα Εστία] … Dictionary of Greek
γλυκοθώρημα — το [γλυκοθωρώ] το γλυκοκοίταγμα* … Dictionary of Greek